ἐρυθρόχρως

ἐρυθρόχρως
ἐρυθρό-χρως, ωτος, , , = foreg., Cratin.221.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερυθρόχρως — ἐρυθρόχρως, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, ο κοκκινόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρως «χρώμα»] …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”